- ἀσκητῇ
- ἀσκητήςone who practises any artmasc dat sg (attic epic ionic)ἀσκητόςcuriously wroughtfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀσκητή — ἀσκητός curiously wrought fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
аске́т — а, м. Человек в высшей степени воздержанный, ведущий суровый образ жизни (в древности: христианский отшельник, проводивший свою жизнь в строгом воздержании). [От греч. ’ασκητης упражняющийся, борец] … Малый академический словарь
MONACHUS — Solitarius Latine dicitur ἀπὸ τοῦ μονάζειν. Eleganter Rutilius Numatianus Itinerarii l. 1. Processu pelagi iam se Capraria tollit, Squalet lucifugis insula tota viris; Ipsi se Monachos Graiô cognomine dicunt, Quod soli nullô vivere teste volunt.… … Hofmann J. Lexicon universale
PUGILLI — in Glossis ἐπίσφερα, pro ἐπίσφαιρα, more scribendi illis temporibus usitatô. Eaedem, Pugilia, ἐπισφέρια. Item, Pugil, πύκτης, ἐπισφαίριον. Caestibus opponuntur. Caestus enim ex crudo corio erant, plumbôque et ferrô insutô rigebbant: at Pugilli,… … Hofmann J. Lexicon universale
αναχώρηση — η (AM ἀναχώρησις) η ενέργεια του αναχωρώ (αρχ. μσν.) (για ασκητή) η αποχώρηση, η απομάκρυνση από την εγκόσμια ζωή αρχ. 1. απομάκρυνση από κάπου, ξεκίνημα 2. τόπος κατάλληλος για υποχώρηση, καταφύγιο … Dictionary of Greek
ασκηταριό — το [ασκητής] η κατοικία του ασκητή … Dictionary of Greek
ασκητεία — η 1. η ιδιότητα του ασκητή 2. η ασκητική διαβίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασκητεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Θ. Βελλιανίτη] … Dictionary of Greek
ασκητικός — ή, ό (AM ἀσκητικός, ή, όν) [ασκητής] Ι. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε ασκητή νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ασκητική ο ασκητισμός* αρχ. ο επίπονος, ο κοπιαστικός II. επίρρ. ασκητικά (AM ἀσκητικῶς) με τρόπο ασκητικό … Dictionary of Greek